- σπηλαιοπαλαιοντολογία
- ηκλάδος της παλαιοντολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των απολιθωμάτων που βρίσκονται στα σπήλαια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπηλαιοπαλαιοντολογία — η, Ν κλάδος τής σπηλαιολογίας που μελετά τα απολιθώματα ζωικών ή φυτικών μορφών μέσα στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + παλαιοντολογία] … Dictionary of Greek
σπηλαιολογία — Επιστήμη που εξετάζει καθετί σχετικό με τα σπήλαια: τη γένεσή τους, το σχήμα τους, τους σχηματισμούς των πετρωμάτων μέσα στα οποία δημιουργούνται το υδρογραφικό δίκτυο που μπορεί να επηρεάζουν, τις επιπτώσεις στην επιφανειακή μορφολογία… … Dictionary of Greek